- γερόλυκος
- και γερολύκος, ο1. γέρικος λύκος2. (κυρίως για έμπειρους ναυτικούς) όποιος έχει γεράσει μέσα σε κινδύνους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γερόλυκος — ο 1. γέρικος λύκος. 2. έμπειρος ναυτικός, ο θαλασσόλυκος: Ο γερόλυκος δε φοβάται τις φουρτούνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
μονιάς — ο [μονιά] 1. λύκος που παραμονεύει και ενεδρεύει στο ίδιο μέρος για να αρπάζει ζώα, και ιδίως πρόβατα, από τα κοπάδια 2. πρωτότοκο λυκόπουλο 3. φρ. «παλιός μονίας» άνθρωπος πολύ πανούργος ή άνθρωπος πολύ έμπειρος, αλλ. γερόλυκος … Dictionary of Greek